-
1 ἔργον
1-οισιν, -α. ϝεργ- O. 13.38
, P. 2.17, P. 4.104, P. 7.19, N. 3.44, N. 7.52, N. 10.64)1 achievement, exploitaτῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus ap. Σ: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.98πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.63
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.66
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
“ τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.229ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41
τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
παῖς μὲν ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14
καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον N. 8.4
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν (= Ζηνὶ)ἔργων N. 10.30
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον i. e. the Olympic victory of the charioteer Nikomachos I. 2.24εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον the pankration I. 4.68 εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν sc.Αἴγινα I. 5.23
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι I. 6.22
Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. παῦσέν [τ] ἔργ' ἀναιδῆ i. e. those of Laomedon fr. 140a. 59 (33).b emphasising action, as opposed to thought.κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
“ οὔτ' ἔργον οὔτ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών zeugma P. 4.104c where emphasis is upon the effort, labourἸάσων θεῷ πίσυνος εἴχετ' ἔργου P. 4.233
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα i. e. the work of battle I. 8.54 esp. in dat. s., by one's effortsἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.19
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (μετ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς. Σ.) P. 8.80 σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών i. e. by my efforts in singing of Cyrene P. 9.92 cf. N. 1.26d where the emphasis is on the result of action, prize, victory ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν at the Isthmian games O. 9.85τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.38
2 work (of art)ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν, τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον every work of art has its creator O. 13.17 ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Π̆{S}: ἔργον Π; i. e. the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.74 -
2 ανοιγνυμι
ἀνοίγνυμι, ἀν-οίγω(impf. ἀνέῳγον - реже ἤνοιγον, эп. тж. ἀνῷγον, эп. iter. ἄναοίγεσκον; aor. ἀνέῳξα и ἤνοιξα - ион. ἄνοιξα или ἀνῷξα; pf. ἀνέῳχα; pass.: pf. ἀνέῳγμαι - дор. ἀνῷγμαι, NT. ἠνέῳγμαι; pf. 2 ἀνέῳγα; aor. ἀνεῴχθην, поздн. aor. 2 ἠνοίγην)1) отворять, отпирать, открывать(πύλας Aesch., Her., Thuc., Plut.; θύραν Arph.; σορόν Her.; κιβωτόν Lys.; τὸ δεσμωτήριον Plat.: ὁδοὺς πρός τι Plut.)
ἁλὸς κέλευθον ναυσὴ ἀ. Pind. — прокладывать морской путь2) вскрывать, распечатывать(σήμαντρα Xen.; σημεῖα Dem.; διαθήκην Plut.)
ἀνοῖξαι βίβλινόν (sc. οἶνόν) τινι Theocr. — распечатать для кого-л. сосуд с библинским вином;τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς Arst. — подвергшийся (анатомическому) вскрытию3) отодвигать, снимать или поднимать(κληῗδα θυράων, πῶμα ἀπὸ χηλοῦ Hom.)
4) открывать, обнаруживать; называть, рассказывать(ὄνομα Aesch.; ἔργ΄ ἀναιδῆ Soph.: λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.)
5) (sc. θάλατταν) выходить в открытое море, отплывагь(εἴκοσι ναυσίν Xen.)
-
3 ανοιγω...
ἀνοίγω...ἀνοίγνυμι, ἀν-οίγω(impf. ἀνέῳγον - реже ἤνοιγον, эп. тж. ἀνῷγον, эп. iter. ἄναοίγεσκον; aor. ἀνέῳξα и ἤνοιξα - ион. ἄνοιξα или ἀνῷξα; pf. ἀνέῳχα; pass.: pf. ἀνέῳγμαι - дор. ἀνῷγμαι, NT. ἠνέῳγμαι; pf. 2 ἀνέῳγα; aor. ἀνεῴχθην, поздн. aor. 2 ἠνοίγην)1) отворять, отпирать, открывать(πύλας Aesch., Her., Thuc., Plut.; θύραν Arph.; σορόν Her.; κιβωτόν Lys.; τὸ δεσμωτήριον Plat.: ὁδοὺς πρός τι Plut.)
ἁλὸς κέλευθον ναυσὴ ἀ. Pind. — прокладывать морской путь2) вскрывать, распечатывать(σήμαντρα Xen.; σημεῖα Dem.; διαθήκην Plut.)
ἀνοῖξαι βίβλινόν (sc. οἶνόν) τινι Theocr. — распечатать для кого-л. сосуд с библинским вином;τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς Arst. — подвергшийся (анатомическому) вскрытию3) отодвигать, снимать или поднимать(κληῗδα θυράων, πῶμα ἀπὸ χηλοῦ Hom.)
4) открывать, обнаруживать; называть, рассказывать(ὄνομα Aesch.; ἔργ΄ ἀναιδῆ Soph.: λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.)
5) (sc. θάλατταν) выходить в открытое море, отплывагь(εἴκοσι ναυσίν Xen.)
-
4 ἀναιδής
1 cruelἀναιδέα θάνατον O. 10.105
δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45
παῦσέν [τ]ἔργ' ἀναιδῆ sc. of Laomedon fr. 140a. 59 (33). -
5 ἀνοίγνυμι
ἀνοίγ-νῡμι Lys.12.10; [full] ἀνοίγω Pi.P.5.88, Hdt.3.37, 117, and [dialect] Att. as IG1.32 ([etym.] συν-), al.: later [full] ἀνοιγνύω Demetr.Eloc. 122, Paus. 8.41.4: [tense] impf.Aἀνἔῳγον Il.16.221
, al., Hdt.1.187, etc.; alsoἀνῷγον Il.14.168
; rarelyἤνοιγον X.HG1.1.2
and 6.21; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ἀναοίγεσκον Il.24.455
; lateἀνεῴγνυον App.BC4.81
, etc.: [tense] fut. : [tense] aor. , Th.2.2, Hp.Vict.2.56, part. ἀνεῴξας CIG(add.) 4300d ([place name] Antiphellus); alsoἤνοιξα X.HG1.5.13
and in late Prose; [dialect] Ion.ἄνοιξα Hdt.1.68
(best codd. ἀνῷξα), 4.143, 9.118; poet.ἀνῷξα Theoc.14.15
,κἀνῷξε Phld.Acad.Ind.p.103
M.: [tense] pf.ἀνέῳχα D. 42.30
, Men.229;ἀνέῳγα Aristaenet.2.22
(v. infr.): [tense] plpf.ἀνεῴγει Pherecr.86
(Pors.):—[voice] Pass., [full] ἀνοίγνῠμαι E. Ion 923, Ar.Eq. 1326: late [tense] fut.ἀνοιχθήσομαι LXX Is.60.11
, Epict.Ench.33.13 (v.l.);ἀνοιγήσομαι LXXNe.7.3
, PMag.Par.1.358;ἀνεῴξομαι X.HG5.1.14
: [tense] pf.ἀνέῳγμαι E.Hipp.56
, Th.2.4, etc.;ἀνῷγμαι Theoc.14.47
; later ἤνοιγμαι ([etym.] δι- ) best reading in Hp.Epid.7.80, cf. J.Ap.2.9; [tense] plpf.ἀνέῳκτο X.HG5.1.14
([tense] pf. 2 ἀνέῳγα is used in pass. sense in Hp.Morb.4.39, Cord.7, and later Prose, as Plu.2.693d, Ev.Jo.1.51, 2 Ep.Cor.6.11, Luc.Nav. 4 (though he condemns it Sol.8); but in [dialect] Att., only Din.Fr.81): [tense] aor. , subj.ἀνοιχθῆ D.44.37
, opt.ἀνοιχθείην Pl. Phd. 59d
, part.ἀνοιχθείς Th.4.130
, Pl.Smp. 216d; laterἠνοίχθην Paus.2.35.7
, LXXPs.105(106).17; and [tense] aor. 2ἠνοίγην Ev.Marc.7.35
, Luc.Am.14, etc.—In late Gr., very irreg. forms occur, ;ἠνέωχα PMag.Par.1.2261
;ἠνέῳγμαι Apoc.10.8
, Hld.9.9; ; also [tense] aor. 1 inf.ἀνωίξαι Q.S.12.331
;ἀνωίχθην Nonn.D.7.317
:—open, of doors, etc., ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῗδα they tried to put back the bolt so as to open [the door], Il.24.455, cf. 14.168;πύλας ἀνοῖξαι A.Ag. 604
; ; also withoutθύραν, ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις Pl.Prt. 310b
, cf. 314d; χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγε took off the cover and opened it, Il.16.221; ; so ἀ. σορόν, θήκας, Hdt.1.68, 187;κιβωτόν Lys. 12.10
; ἀ. σήμαντρα, σημεῖα, διαθήκην, open seals, etc., X.Lac.6.4, D. 42.30, Plu.Caes.68; and metaph.,καθαρὰν ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν E. Med. 660
; ἀ. βίβλινον (sc. οἶνον) tap it, Theoc.14.15; γῆρυν ἀνοίξας, for στόμα, Tryph.477; ἀ. φιλήματα kiss with open mouths, Ach.Tat.2.37.b throw open for use, ; κἀνῷξε σχολὰς opened school, Phld.Acad.Ind.p.103M.; εἰ ἀνοίξω ἐργαστήριον; shall I open a shop? Astramps.Orac.43p.5H.2 metaph., lay open, unfold, disclose, ;ἔργ' ἀναιδῆ S.OC 515
, cf. E.IA 326;λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.674
.3 as nautical term, abs., get into the open sea, get clear of land, X.HG1.1.2, 5.13, 6.21; butἁλὸς κέλευθον ἀ. Pi.P.5.88
is to open or first show the way over the sea.II [voice] Pass., to be open, stand open, lie open,ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης Hdt.1.9
; ;ἀνεῳγμένας πύλας Ἅιδου E.Hipp.56
;δικαστήρια ἀνοίγεται Pl. R. 405a
;παρέξει τἀμπόρι' ἀνεῳγμένα Ar.Av. 1523
;ἀνέῳκται τὸ δεσμωτήριον D.24.208
; cut open,Arist.
HA 497b17; κόλποι δι' ἀλλήλων ἀνοιγόμενοι opening one into another, Plu.Crass. 4: metaph., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοίγνυμι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский